- τραγηματισμός
- τραγ-ημᾰτισμός, ὁ,A eating of τραγήματα, Arist.Fr.104.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τραγηματισμός — eating of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραγηματισμός — ὁ, Α [τραγηματίζω] το να τρώει κανείς τραγήματα … Dictionary of Greek